- κραταιπαγής
- κραταιπαγής, -ές (Α)συμπαγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος*) + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο-παγής, χαλκο-παγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek